- ὑποποιοῦμαι
- ὑποποιέωput underpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ὑποποιέωput underpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποποιώ — έω, Α [ποιῶ] 1. υποτάσσω 2. προξενώ κάτι σιγά σιγά, σταδιακά 3. μέσ. ὑποποιούμαι, έομαι α) οικειοποιούμαι β) προσελκύω κάποιον με δόλια τεχνάσματα γ) προσποιούμαι … Dictionary of Greek